αλωνοφύλακας

αλωνοφύλακας
ο (Α ἁλωνοφύλαξ)
ο φύλακας τού αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλων + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλωνοφύλακας — ο ο φύλακας του αλωνιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλων — ἅλων ( ωνος), η (Α) 1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως* αλώνι 2. (στον πληθ. το «αλώνι» τού φεγγαριού (βλ. άλως). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος τού αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή). ΠΑΡ. ἁλώνιον. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”